δημεγερτικός

δημεγερτικός
-ή, -ό
αυτός που αφορά στον δημεγέρτη ή αποβλέπει σε δημεγερσία («δημεγερτική τακτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημεγέρτης. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”